- Χομ, ηρέμησε! Δεν είναι εξωγήινος! Μια γάτα είναι.
- Γάτες τα λένε αυτά; Ώστε ξέρεις το όνομα τους! Μαξ, μήπως είσαι κι εσύ ένας απ' αυτούς; Θεέ μου βοήθεια! Ζουν ανάμεσα μας!
- Ηρέμησε είπα! Οι γάτες είναι κατοικίδια ζώα, αυτά που απαγορεύει ο νόμος μας να φέρνουμε στο δάσος. Μου είχε μιλήσει ο παππούς μου γι' αυτά.
- Ζώα; Ρώτησε ήρεμος ο Χομ κοιτάζοντας τη γάτα. Ουφ! Συγγνώμη μικρή... Το ονοματάκι σου;
- Σαμάνθα., είπε βραχνιασμένη η γάτα.
- Σαμάνθα; Συνέχισε δυσαρεστημένος ο Χομ. Τι χάλια όνομα! Πάω στοίχημα ότι οι άνθρωποι θα σε ονόμασαν έτσι. Ανθρωποι!; Αρχισε να φωνάζει πάλι. Άνθρωποι; Τι μου είπες Μαξ; Είναι κατοικίδιο; ΚΑ-ΤΟΙ-ΚΙ-ΔΙ-Ο! Μακάρι να ήταν εξωγήινος! θα μας σκοτώσουν αν μάθουν ότι κάτσαμε έστω κι ένα δευτερόλεπτο με αυτό το ζώο! Πάμε να φύγουμε!
- Περίμενε λίγο Χομ, είπε ο Μαξ αρχίζοντας ήδη να δείχνει ένα κομμάτι του εαυτού του. Ας μας πει πρώτα η Σαμάνθα για ποιο λόγο βρίσκεται εδώ, κι όχι στο πλευρό ενός ανθρώπου.
- Πολύ ευχαρίστως, συνέχισε αναστενάζοντας η Σαμάνθα. Ξέρετε, το αφεντικό μου με έδιωξε από το σπίτι και, αφού στην πόλη δεν μπορούσα να επιζήσω, μετανάστευσα εδώ.
- Και περιμένεις να επιβιώσεις εδώ; Γέλασε ο Χομ. Χα! Εδώ θα περάσεις χειρότερα! Πάμε να φύγουμε Μαξ!
- Όχι, είπε ο Μαξ. θα την βοηθήσουμε.
- Αποκλείεται! Ούτε να το σκέφτεσαι! Φώναξε ο Χομ. Δε ρισκάρω τη ζωή μου!
- Πολύ καλά λοιπόν, είπε συγχυσμένος ο Μαξ, φύγε εσύ. Εγώ θα την βοηθήσω.
- Και να αφήσω εσένα σ' αυτή τη γρουσούζα τη μοίρα σου; Όχι αγαπητέ ανόητε! Αν πράγματι δεν μπορώ να σε σταματήσω, θα κάτσω να με κρεμάσουν μαζί σου! Όχι για κανένα άλλο λόγο δηλαδή, περισσότερο να δεις τη γλύκα της αγχόνης!
- Πολύ ωραία. Σαμάνθα, τι λες λοιπόν; Πάμε σπίτι μου; θα μείνουμε και οι τρεις εκεί.
- Πάμε, είπε χαρούμενη η γάτα.
Και ήσυχοι σαν ερημωμένο τοπίο, τα τρία ζώα ξεκίνησαν για το σπίτι του Μαξ.
Οι μέρες περνούσαν και προς έκπληξη των δύο φίλων τη Σαμάνθα, δεν την είχε ανακαλύψει κανείς ακόμα. Δεν έλειψαν βέβαια και οι "γκάφες" του Χομ. Πολλές φορές, καθώς μίλαγε με διάφορα ζώα, πέταγε καμιά... "σπόντα", άθελα του βέβαια. Πάντα όμως τον κάλυπτε ο καλός του φίλος Μαξ και το θέμα έληγε εκεί.
Μία μέρα όμως, όταν τα δύο σκιουράκια έλειπαν από το σπίτι, η Σαμάνθα θέλησε να βγει για λίγο έξω. Το βήμα όμως αυτό αποδείχτηκε μοιραίο. Γιατί, καθώς βγήκε έξω, ένα φίδι την είδε και ως "φίδι", πήγε και μίλησε γΓ αυτήν στον άρχοντα του δάσους, τον πατέρα του Μαξ. Όταν κυκλοφόρησε το νέο, όλα τα ζώα αναστατώθηκαν. Ο βασιλιάς συγκάλεσε συμβούλιο για να τιμωρήσει το κατοικίδιο, τον Χομ και προς μεγάλη του θλίψη, ακόμα και το γιο του.. .
.. .Η ώρα του συμβουλίου είχε φτάσει και οι τρεις "κατηγορούμενοι" κάθονταν στο κέντρο. Όλα τα ζώα τους κοίταζαν αγριεμένα και το βλέμμα τους ζήταγε εκδίκηση. Πρώτος πήρε το λόγο ο άρχοντας, ο οποίος ένιωθε έναν κόμπο μέσα του, σα να του είχαν δέσει στον οισοφάγο μια τριχιά:
- Όπως θα καταλάβατε εσείς οι τρεις, μαζευτήκαμε όλοι εδώ για να αποφασίσουμε.. . για να αποφασίσουμε τον τρόπο που θα σας... τιμωρήσουμε.
- Μπορείς να μας τιμωρήσεις με όποιον τρόπο θέλεις πατέρα, διέκοψε ο Μαξ, γιατί αυτό προβλέπει ο νόμος. Μα, πριν το κάνεις, θα πω κάτι όχι μόνο σε εσένα, αλλά και σε όλους όσους βρίσκονται εδώ. Ακούστε όλοι λοιπόν. Μας κατηγορείτε επειδή βάλαμε στο δάσος ένα κατοικίδιο ζώο. Και σας ρωτάω εγώ: ποιος ο λόγος; Γιατί, αν ο λόγος είναι ότι μισείτε αυτού του είδους τα ζώα, μόνο και μόνο γιατί υπηρετούν ανθρώπους, πρέπει να μπείτε στον κόπο να σκεφτείτε ότι δε φταίνε αυτά γι' αυτό. Είναι στη φύση τους, βλέπετε, να το κάνουν. Και θα σας πω κάτι για το οποίο δε σας ενημέρωσε ο φίλος σας, το φίδι. Αυτήν τη γάτα την έδιωξε το αφεντικό της, κι επειδή δεν μπορούσε να ζήσει στην πόλη μόνη και απροστάτευτη, αποφάσισε να έρθει και να μείνει εδώ, για να νιώθει ασφάλεια. Εσείς όμως, όχι μόνο δεν της εξασφαλίσατε ασφάλεια, αλλά πάτε να τη σκοτώσετε κιόλας, μόνο και μόνο επειδή σας εμπιστεύτηκε. Ποιος λοιπόν πρέπει να μισήσει ποιον τώρα;
Ο Μαξ πήγε στη θέση του. Το βλέμμα των "ακροατών" δεν ήταν πια εχθρικό, αλλά μετανιωμένο, γεμάτο ντροπή. Είχαν καταλάβει το λάθος τους. Είχαν καταλάβει ότι, οι σχέσεις ανάμεσα τους, δεν κρίνονται από το είδος των ζώων, αλλά από το ποια είναι η ψυχή του καθενός και τι μπορεί να δώσει.
Μετά λοιπόν από αυτές τις σκέψεις που έκαναν, κοιτάχτηκαν για μια στιγμή μεταξύ τους, κι αφού χαμογέλασαν, άρχισαν να φωνάζουν: " Να αθωωθούν! Να αθωωθούν! Δεν τους αξίζει να πεθάνουν! Να αθωωθούν!" Και συνέχιζαν να φωνάζουν για αρκετή ώρα, όταν σταμάτησαν.