Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ (Διαγωνισμός με θέμα το ρατσισμό και την ξενοφοβία)

"ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ"


Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα ξεχασμένο δάσος, ζούσαν πολλά ζώα, τα οποία είχαν αναπτύξει μία δικιά τους πόλη - δάσος. Άρχοντες αυτής της "πόλης", ήταν οι σκίουροι. Το λόγο βέβαια που εκλέχθηκαν αυτοί, δεν τον καταλαβαίνω. Τέλος πάντων, δημοκρατία είναι αυτή άλλωστε. Σε αυτή την πόλη, όπως θα έχετε καταλάβει, ζούσαν όλα τα ζώα του δάσους. Όλα είχαν κοινή νοοτροπία, όλα είχαν ίδιες συνήθειες, όλα είχαν έναν απαράβατο νόμο: την απαγόρευση εισόδου στο δάσος σε κατοικίδια ζώα. Βλέπετε, τα θεωρούσαν προδότες, γιατί ζούσαν με τους ανθρώπους και αν κάποιο από τα ζώα του δάσους έβαζε έναν "προδότη" κρυφά, μέσα σ' αυτό, έπρεπε να τιμωρηθεί.
Στο δάσος λοιπόν αυτό, ζούσε ένα σκιουράκι (απόγονος της κυριαρχίας στο δάσος), ο Μαξ, ο οποίος όμως δεν ήταν σαν και τα άλλα ζώα. Αυτός ήταν ευαίσθητος, λύγιζε εύκολα στις πιέσεις των άλλων και το κυριότερο, λυπόταν όποιον έβλεπε να βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση. Ο Μαξ περνούσε τη μέρα του παίζοντας με το φίλο του, Χομ (σκιουράκι κι αυτός) και κάνοντας βόλτες στο δάσος.
Μια μέρα, καθώς οι δύο φίλοι έπαιζαν κάτω από τα δέντρα, ο Χομ άκουσε ένα νιαούρισμα εκεί κοντά. Όσο κι αν παίδεψε το μικρό του μυαλό, δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν αυτό που άκουγε, γιατί απλούστατα το άκουγε για πρώτη φορά. Μαξ, μίλησε στο φίλο του, κάτι είναι εκεί πέρα.
Λογικό δεν είναι; Ρώτησε ειρωνικά ο Μαξ. Βλέπεις κύριε Χομ, που το μυαλό σου όλο στην
περιπέτεια το 'χεις, δεν είμαστε μόνοι μας στο δάσος. Δέκα χιλιάδες ζώα πληθυσμό έχουμε!
Όχι! Όχι! Φώναξε κατηγορηματικά ο άλλος. Δεν είναι γνώριμο μας ζώο! Έλα σε παρακαλώ
να δούμε μαζί. Γιατί, να... ξέρεις... φοβάμαι.
Μπελάς που με βρήκε! Ας είναι! Και χωρίς να πουν τίποτα άλλο, προχώρησαν για να δουν από ποιον ακριβώς προερχόταν αυτή η φωνή. Όσο πιο πολύ προχωρούσαν, τόσο πιο πολύ το νιαούρισμα ακουγόταν. Έφτασαν μπροστά από ένα θάμνο. Ο Μαξ πήγε να δει επιτέλους τι ήταν αυτό, όταν ο Χομ τον σταμάτησε καταϊδρωμένος (και να φανταστείτε αυτός πρότεινε να δουν τι είναι). Ο Μαξ, νευριασμένος πιο πολύ από ποτέ, τον έσπρωξε πίσω και χωρίς να πει λέξη, κοίταξε στο θάμνο. Έμεινε έκπληκτος στο θέαμα που αντίκρισε: Μία γάτα! Ναι, μία γάτα. Ο Χομ, ο οποίος έβλεπε γάτα για πρώτη φορά στη ζωή του, πετάχτηκε με μία φωνή.
-    Τι είναι αυτό;! Μαξ, πάμε γρήγορα να φύγουμε! Εξωγήινος!
-    Μα Χομ..., προσπάθησε να τον σταματήσει ο Μαξ.
-    Συγγνώμη, έχουμε έναν εξωγήινο μπροστά μας και προσπαθείς να με ηρεμήσεις; Κινδυνεύει η σωματική μας ακεραιότητα, δεν το καταλαβαίνεις; Αμάν! Τώρα που το σκέφτομαι, λες αυτό το "νιάου" που έλεγε, να είναι κανένα ξόρκι για να μας μαγέψει; Τι θα κάνουμε, μου λες;

-    Χομ, ηρέμησε! Δεν είναι εξωγήινος! Μια γάτα είναι.
-    Γάτες τα λένε αυτά; Ώστε ξέρεις το όνομα τους! Μαξ, μήπως είσαι κι εσύ ένας απ' αυτούς; Θεέ μου βοήθεια! Ζουν ανάμεσα μας!

-    Ηρέμησε είπα! Οι γάτες είναι κατοικίδια ζώα, αυτά που απαγορεύει ο νόμος μας να φέρνουμε στο δάσος. Μου είχε μιλήσει ο παππούς μου γι' αυτά.
-    Ζώα; Ρώτησε ήρεμος ο Χομ κοιτάζοντας τη γάτα. Ουφ! Συγγνώμη μικρή... Το ονοματάκι σου;
-    Σαμάνθα., είπε βραχνιασμένη η γάτα.
-    Σαμάνθα; Συνέχισε δυσαρεστημένος ο Χομ. Τι χάλια όνομα! Πάω στοίχημα ότι οι άνθρωποι θα σε ονόμασαν έτσι. Ανθρωποι!; Αρχισε να φωνάζει πάλι. Άνθρωποι; Τι μου είπες Μαξ; Είναι κατοικίδιο; ΚΑ-ΤΟΙ-ΚΙ-ΔΙ-Ο! Μακάρι να ήταν εξωγήινος! θα μας σκοτώσουν αν μάθουν ότι κάτσαμε έστω κι ένα δευτερόλεπτο με αυτό το ζώο! Πάμε να φύγουμε!

-    Περίμενε λίγο Χομ, είπε ο Μαξ αρχίζοντας ήδη να δείχνει ένα κομμάτι του εαυτού του. Ας μας πει πρώτα η Σαμάνθα για ποιο λόγο βρίσκεται εδώ, κι όχι στο πλευρό ενός ανθρώπου.
-    Πολύ ευχαρίστως, συνέχισε αναστενάζοντας η Σαμάνθα. Ξέρετε, το αφεντικό μου με έδιωξε από το σπίτι και, αφού στην πόλη δεν μπορούσα να επιζήσω, μετανάστευσα εδώ.
-    Και περιμένεις να επιβιώσεις εδώ; Γέλασε ο Χομ. Χα! Εδώ θα περάσεις χειρότερα! Πάμε να φύγουμε Μαξ!

-    Όχι, είπε ο Μαξ. θα την βοηθήσουμε.
-    Αποκλείεται! Ούτε να το σκέφτεσαι! Φώναξε ο Χομ. Δε ρισκάρω τη ζωή μου!
-    Πολύ καλά λοιπόν, είπε συγχυσμένος ο Μαξ, φύγε εσύ. Εγώ θα την βοηθήσω.
-    Και να αφήσω εσένα σ' αυτή τη γρουσούζα τη μοίρα σου; Όχι αγαπητέ ανόητε! Αν πράγματι δεν μπορώ να σε σταματήσω, θα κάτσω να με κρεμάσουν μαζί σου! Όχι για κανένα άλλο λόγο δηλαδή, περισσότερο να δεις τη γλύκα της αγχόνης!
-    Πολύ ωραία. Σαμάνθα, τι λες λοιπόν; Πάμε σπίτι μου; θα μείνουμε και οι τρεις εκεί.
-    Πάμε, είπε χαρούμενη η γάτα.
Και ήσυχοι σαν ερημωμένο τοπίο, τα τρία ζώα ξεκίνησαν για το σπίτι του Μαξ.
Οι μέρες περνούσαν και προς έκπληξη των δύο φίλων τη Σαμάνθα, δεν την είχε ανακαλύψει κανείς ακόμα. Δεν έλειψαν βέβαια και οι "γκάφες" του Χομ. Πολλές φορές, καθώς μίλαγε με διάφορα ζώα, πέταγε καμιά... "σπόντα", άθελα του βέβαια. Πάντα όμως τον κάλυπτε ο καλός του φίλος Μαξ και το θέμα έληγε εκεί.
Μία μέρα όμως, όταν τα δύο σκιουράκια έλειπαν από το σπίτι, η Σαμάνθα θέλησε να βγει για λίγο έξω. Το βήμα όμως αυτό αποδείχτηκε μοιραίο. Γιατί, καθώς βγήκε έξω, ένα φίδι την είδε και ως "φίδι", πήγε και μίλησε γΓ αυτήν στον άρχοντα του δάσους, τον πατέρα του Μαξ. Όταν κυκλοφόρησε το νέο, όλα τα ζώα αναστατώθηκαν. Ο βασιλιάς συγκάλεσε συμβούλιο για να τιμωρήσει το κατοικίδιο, τον Χομ και προς μεγάλη του θλίψη, ακόμα και το γιο του.. .
.. .Η ώρα του συμβουλίου είχε φτάσει και οι τρεις "κατηγορούμενοι" κάθονταν στο κέντρο. Όλα τα ζώα τους κοίταζαν αγριεμένα και το βλέμμα τους ζήταγε εκδίκηση. Πρώτος πήρε το λόγο ο άρχοντας, ο οποίος ένιωθε έναν κόμπο μέσα του, σα να του είχαν δέσει στον οισοφάγο μια τριχιά:
-    Όπως θα καταλάβατε εσείς οι τρεις, μαζευτήκαμε όλοι εδώ για να αποφασίσουμε.. . για να αποφασίσουμε τον τρόπο που θα σας... τιμωρήσουμε.
-    Μπορείς να μας τιμωρήσεις με όποιον τρόπο θέλεις πατέρα, διέκοψε ο Μαξ, γιατί αυτό προβλέπει ο νόμος. Μα, πριν το κάνεις, θα πω κάτι όχι μόνο σε εσένα, αλλά και σε όλους όσους βρίσκονται εδώ. Ακούστε όλοι λοιπόν. Μας κατηγορείτε επειδή βάλαμε στο δάσος ένα κατοικίδιο ζώο. Και σας ρωτάω εγώ: ποιος ο λόγος; Γιατί, αν ο λόγος είναι ότι μισείτε αυτού του είδους τα ζώα, μόνο και μόνο γιατί υπηρετούν ανθρώπους, πρέπει να μπείτε στον κόπο να σκεφτείτε ότι δε φταίνε αυτά γι' αυτό. Είναι στη φύση τους, βλέπετε, να το κάνουν. Και θα σας πω κάτι για το οποίο δε σας ενημέρωσε ο φίλος σας, το φίδι. Αυτήν τη γάτα την έδιωξε το αφεντικό της, κι επειδή δεν μπορούσε να ζήσει στην πόλη μόνη και απροστάτευτη, αποφάσισε να έρθει και να μείνει εδώ, για να νιώθει ασφάλεια. Εσείς όμως, όχι μόνο δεν της εξασφαλίσατε ασφάλεια, αλλά πάτε να τη σκοτώσετε κιόλας, μόνο και μόνο επειδή σας εμπιστεύτηκε. Ποιος λοιπόν πρέπει να μισήσει ποιον τώρα;
Ο Μαξ πήγε στη θέση του. Το βλέμμα των "ακροατών" δεν ήταν πια εχθρικό, αλλά μετανιωμένο, γεμάτο ντροπή. Είχαν καταλάβει το λάθος τους. Είχαν καταλάβει ότι, οι σχέσεις ανάμεσα τους, δεν κρίνονται από το είδος των ζώων, αλλά από το ποια είναι η ψυχή του καθενός και τι μπορεί να δώσει.
Μετά λοιπόν από αυτές τις σκέψεις που έκαναν, κοιτάχτηκαν για μια στιγμή μεταξύ τους, κι αφού χαμογέλασαν, άρχισαν να φωνάζουν: " Να αθωωθούν! Να αθωωθούν! Δεν τους αξίζει να πεθάνουν! Να αθωωθούν!" Και συνέχιζαν να φωνάζουν για αρκετή ώρα, όταν σταμάτησαν.

Ήξεραν ότι, για να αθωωθούν τα τρία ζώα, έπρεπε να συμφωνήσει και ο άρχοντας. Έτσι, αφού
τον κοίταξαν για λίγο ανυπόμονα, εκείνος μίλησε:
Ανακηρύσσω αυτά τα τρία ζώα αθώα, καταργώντας έτσι το νόμο που λέει ότι απαγορεύονται τα κατοικίδια στο δάσος και δημιουργώντας έναν άλλον, ο οποίος προβλέπει τη φιλία ανάμεσα στα δύο είδη!
Αυτά τα λόγια έδωσαν τη θέση τους σε κραυγές χαράς και αγκαλιές ανάμεσα τους...
Έτσι, η Σαμάνθα έγινε αποδεκτή στο δάσος και της επέτρεψαν να μείνει εκεί για πάντα. Και δεν ήταν η μόνη. Με τον καιρό, ήρθαν κι άλλα κατοικίδια κι έμειναν εκεί, κάνοντας φιλίες μεταξύ τους. Όσο για τον Χομ, άργησε βέβαια λίγο να καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα στους εξωγήινους και τα κατοικίδια, όμως στο τέλος τα κατάφερε...
Αυτά έγιναν σχετικά με τα ζώα. Δυστυχώς, μόνο με τα ζώα.

ΤΕΛΟΣ


αρχική
διακρίσεις